στεατῶδες

στεατῶδες
στεατώδης
like tallow
masc/fem voc sg
στεατώδης
like tallow
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στεάτωμα — το, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. κάθε όγκος που περιέχει λιπώδη ιστό, όπως είναι το ψευδαθήρωμα, το χολοστεάτωμα κ.ά. 2. ζωολ. γένος αραχνιδίων αρχ. στεατώδες οίδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος + ωμα (πρβλ. πέπλος: πέπλωμα)] …   Dictionary of Greek

  • Φυσητηρίδες — (Physeteridae). Οικογένεια θηλαστικών ζώων της τάξης των κητωδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη, που διακρίνονται για το υπερβολικά μεγάλο κεφάλι, το οποίο αποτελεί το 1/3 ολόκληρου του σώματος. Μόνο το κάτω σαγόνι τους έχει δόντια, γι’ αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”